- ὁμόγονος
- ὁμόγονοςkinsmanmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόγονος — η, ο (Α ὁμόγονος, ον) νεοελλ. βοτ. αυτός που έχει άνθη ενός είδους τών οποίων τα αρσενικά και θηλυκά όργανα είναι ίσου μήκους αρχ. 1. ομογενής («οἱ ἀπὸ μητρὸς αὐτῷ ὁμόγονοι», Ξεν.) 2. παρόμοιος («τὸ αἰσθητὸν γένος τούτων ἐκάσταις ὁμόγονον»,… … Dictionary of Greek
ὁμόγονον — ὁμόγονος kinsman masc/fem acc sg ὁμόγονος kinsman neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογόνοις — ὁμόγονος kinsman masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογόνου — ὁμόγονος kinsman masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογόνους — ὁμόγονος kinsman masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμογόνων — ὁμόγονος kinsman masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόγονα — ὁμόγονος kinsman neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek